βιζικάντι

βιζικάντι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βιζικάντι" в других словарях:

  • βιζικάντι — βιζικάντι, το και βιζιγάντι, το (λ. ιταλ.), το εκδόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιζικάντι — το και βεζικάντι και βιζιγάντι 1. εκδόριο, έμπλαστρο που κολλιέται στο δέρμα για ν απορροφήσει επιβλαβή υγρά 2. μτφ. ο εκμεταλλευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vescicante «εκδόριο» ή μτφ. «ενοχλητικός»] …   Dictionary of Greek

  • γιακί — το εκδόριον, βιζικάντι …   Dictionary of Greek

  • εκδόριο — το (Α ἐκδόριος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκδόρια μικρό έμπλαστρο που κολλά στο δέρμα και προκαλεί ορώδη έκκριση με αφαίρεση τμήματος τής επιδερμίδας, βιζικάντι αρχ. αυτός που προκαλεί εκδορά …   Dictionary of Greek

  • ξυσμάλιον — ξυσμπάλιον, τὸ (Α) διαβρωτικό έμπλαστρο, βιζικάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσμα + κατάλ. άλιον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *ξυσμάλιος (πρβλ. πηδ άλιον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»